καταχώριση

καταχώριση
ή
1. η εγγραφή σε βιβλίο, λογιστικό πίνακα, κατάστιχο ή λογαριασμό («καταχώριση δαπανών στα λογιστικά βιβλία»)
2. δημοσίευση σε εφημερίδα, περιοδικό κ.λπ. («έγινε η καταχώριση τής αγγελίας στην εφημερίδα»)
3. συνεκδ. το ίδιο το δημοσίευμα (αγγελία, άρθρο κ.λπ.)
4. (πληροφ.) α) η λειτουργία εναποθήκευσης πληροφοριών σε κατάλληλο υλικό φορέα
β) το σύνολο τών πληροφοριών το οποίο υπόκειται σε ομαδικό χειρισμό κατά την επικοινωνία μεταξύ συγκροτημάτων ενός υπολογιστή ή κατά την επεξεργασία στα πλαίσια ενός προγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταχωρίζω. Η λ. στον τ. καταχώρησις μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταχώριση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταχωρίζω, εγγραφή σε βιβλίο πρωτοκόλλου κ.ά.: Έγινεη καταχώριση των ληξιαρχικών πράξεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α …   Dictionary of Greek

  • εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… …   Dictionary of Greek

  • σωματισμός — ὁ, Α [σωματίζω] 1. καταγραφή, καταχώριση στο σώμα, στο επίσημο βιβλίο 2. καταχώριση στον φορολογικό κατάλογο 3. (γενικά) εγγραφή σε κατάλογο …   Dictionary of Greek

  • αποδελτίωση — η αναγραφή, καταχώριση λημμάτων σε δελτία, ταξινόμηση αρχείων με δελτία …   Dictionary of Greek

  • αποθησαύριση — Το οικονομικό φαινόμενο της εκούσιας άρνησης εκείνου που έχει χρήμα να το χρησιμοποιήσει για καταναλωτικούς σκοπούς ή για επενδύσεις. Πολύ διαδεδομένη κάποτε, ειδικά στις λιγότερο εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις, η α. τείνει σήμερα να περιοριστεί… …   Dictionary of Greek

  • δημοσίευση — η (AM δημοσίευσις) [δημοσιεύω] γνωστοποίηση νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση μέσω τού Τύπου 2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών 3. η έκδοση σε βιβλίο αρχ. η εμφάνιση ενώπιον τής έκκλησίας τού δήμου …   Dictionary of Greek

  • διεκπεραίωση — η 1. καταχώριση, συσκευασία και αποστολή εγγράφων 2. εκτέλεση εντολής ή υπηρεσίας 3. το γραφείο όπου γίνεται η διακίνηση εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπεραιώνω. Η λ. διεκπεραίωσις μαρτυρείται από το 1833 στον Ν. Κοριτζά] …   Dictionary of Greek

  • ειδοποίηση — η (Α εἰδοποίησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση, το να ειδοποιείται κάποιος 2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση, το ειδοποιητήριο («ειδοποίηση τής Τράπεζας») 3. η καταχώριση σε έντυπο με πληρωμή, ενέργεια που αναφέρεται σε αστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”